- υπερνήχομαι
- ΜΑ(αποθ.)1. κολυμπώ2. μτφ. υπερτερώ, υπερέχω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + νήχομαι «κολυμπώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερνήχομαι — ὑπέρ νήχω swim pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)